Translate

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Το ολοκαύτωμα των Επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας Κρήτης


Το ολοκαύτωμα των Επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας Κρήτης.

 ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώνονται φέτος από το αποτρόπαιο ολοκαύτωμα μιας ολόκληρης επαρχίας της Κρήτης, της Επαρχίας Βιάννου, καθώς και οικισμών της Επαρχίας Ιεράπετρας, από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Το 1943, στις 14, 15 και 16 Σεπτεμβρίου, 5.000 στρατιώτες του κατακτητή ζώνουν τα χωριά της Βιάννου και εξοντώνουν 325 άνδρες και άλλους 126 στα χωριά της Επαρχίας Ιεράπετρας. Σε συνέχεια ανατινάζουν με δυναμίτες τα σπίτια και καίνε τα χωριά. Ουσιαστικά, στην περίπτωση της Βιάννου και της Ιεράπετρας, εκτελέστηκε με τη χαρακτηριστική μεθοδικότητα των Γερμανών η διαταγή του στρατηγού Μύλερ:
«Να εξοντωθεί ό,τι αναπνέει και να καταστραφεί κάθε μέσον ζωής».
 Οι «λεπτομέρειες» του ολοκαυτώματος –αν μπορεί κανείς να μιλάει για «λεπτομέρειες», όταν εξοντώνονται ολόκληρες οικογένειες και χωριά– είναι ανατριχιαστικές: Μια μάνα έθαψε με τα ίδια της τα χέρια και τους 4 γιους της. Μόνο στο χωριό Αμιρά, όπου σήμερα, στη θέση Σέλι, βρίσκεται το ηρώον, σκοτώθηκαν 114 άνδρες. Ο Λευτέρης Αναστασάκης, ένας από τους ελάχιστους που γλίτωσαν απ’ αυτό το χωριό, θυμάται: Την ημέρα εκείνη, 14 Σεπτεμβρίου, είχαμε τη γιορτή του Τιμίου Σταυρού και ο κόσμος είχε μαζευτεί στα καφενεία. Κατά τις 10 το πρωί ήρθαν οι Γερμανοί και άρχισαν να μας συλλαμβάνουν. Μας χώριζαν σε ομάδες ανά 25 άτομα. Εκτέλεσαν την πρώτη και τη δεύτερη ομάδα. Εγώ ήμουν να πάω με τη δεύτερη ομάδα, αλλά είδα τους δικούς μου τον πατέρα μου, τον πεθερό μου και τ’ αδέλφια μου, και τραβήχτηκα κοντά τους. Μας πήραν για τον τόπο της εκτέλεσης. Μόλις φτάσαμε, σαστίσαμε από τη φρίκη. Οι άνθρωποι κείτονταν σωρός σκοτωμένοι και το αίμα έτρεχε ποταμός. Μόλις άρχισαν οι πυροβολισμοί, έπεσα αστραπιαία κάτω. Μια σφαίρα με πήρε στο μάγουλο και τρεις στο πόδι. Σε λίγο άρχισαν τη χαριστική βολή. Είχα κρύψει το κεφάλι μου στον μπροστινό νεκρό. Ήρθε ο Γερμανός και με πάτησε στο σπασμένο μου πόδι, που έτρεχε αίματα, για να δει αν ζω. Από τον πόνο αισθάνθηκα πως θα σχιζόταν το μυαλό μου. Αλλά ο Θεός μού δωσε τη δύναμη και δεν κινήθηκα, κι έτσι γλίτωσα. Οι Γερμανοί φέρανε και άλλες ομάδες και τις εκτέλεσαν. Το πόδι μου πονούσε.             Το κούνησα λίγο και άγγιξα τον Νικολή τον Λουκάκη.                        Μου λέει: «Ζεις;» – «Ζω! Μόνο σήκω να βγούμε σε καμιά ελιά, γιατί θα μας ρίξουν στον γκρεμό». Τότε γυρίζει ο αποστρατευμένος από την Αλβανία κουνιάδος μου και μου λέει: «Μην κουνηθείς, γιατί μας έφαγες και μας!» Όταν τον άκουσα κατάλαβα πως είχαμε σωθεί για την ώρα τρεις. Άμα τελειώσαν οι εκτελέσεις, έφυγαν οι Γερμανοί για το χωριό. Ήρθαν οι γυναίκες στον τόπο της εκτέλεσης και σπάραζαν από τον πόνο. Τραβούσαν τα μαλλιά τους και κλαίγανε. Μόλις με βλέπει η γυναίκα μου, 16 χρόνων τότε, έγκυος 8 μηνών, βγάζει το φόρεμα και το μαντίλι της και μου το φόρεσαν. Μετά με πήραν στους ώμους και φύγαμε… Ένας απ’ τους εκτελεσμένους, ο Μιχάλης Βερυκοκάκης, γλίτωσε και μετά τη χαριστική βολή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου